ἐπιθῶμεν

ἐπιθῶμεν
ἐπιθέω
run upon
pres subj act 1st pl (attic epic doric)
ἐπιθέω
run upon
pres subj act 1st pl (attic epic doric)
ἐπιτίθημι
lay
aor subj act 1st pl (attic epic doric)
πιθόω
imperf ind act 1st pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”